- ἄφλεκτος
- ἄφλεκτος, ον, ([etym.] φλέγω)A unburnt, unconsumed by fire,
πέλανοι E. Hel.1334
;πεῦκαι Epigr.Gr.241a1
([place name] Smyrna); uncooked by fire,ἄφλεκτα ἔδοντες A.R.1.1074
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πέλανοι E. Hel.1334
;πεῦκαι Epigr.Gr.241a1
([place name] Smyrna); uncooked by fire,ἄφλεκτα ἔδοντες A.R.1.1074
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἄφλεκτος — unburnt masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άφλεκτος — η, ο (AM ἄφλεκτος, ον) αυτός που δεν φλέγεται νεοελλ. αυτός που δεν είναι δυνατόν να αναφλεγεί αρχ. ο αμαγείρευτος … Dictionary of Greek
ἀφλέκτως — ἄφλεκτος unburnt adverbial ἄφλεκτος unburnt masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄφλεκτον — ἄφλεκτος unburnt masc/fem acc sg ἄφλεκτος unburnt neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφλέκτοις — ἄφλεκτος unburnt masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφλέκτους — ἄφλεκτος unburnt masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφλέκτῳ — ἄφλεκτος unburnt masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄφλεκτα — ἄφλεκτος unburnt neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄφλεκτοι — ἄφλεκτος unburnt masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυράφλεκτος — ον, Α αυτός που δεν καίγεται στη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + ἄφλεκτος] … Dictionary of Greek
υδρογόνο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Η· είναι το πρώτο στοιχείο του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό 1, ατομικό βάρος 1,008 και δύο ισότοπα: ένα σταθερό (δευτέριο) με μάζα Η2 και ένα ραδιενεργό (τρίτιο) με μάζα Η3 και περίοδο υποδιπλασιασμού 12½ χρόνια … Dictionary of Greek